
Πολλή η σκόνη. .
Κρυμμένος ο ηλιος
Τα σύννεφα πάνε και έρχονται
Το πρωί φυσάει
Και όταν κοντεύει το μεσημέρι,
λιώνεις σαν το παγωτό.
Έκανα το λάθος, πρωινιάτικα,
με τα μακρυμάνικα.
Και ταξίδευα μέχρι να φτάσω σε εκείνη,
την άλλη πόλη.
Με χαλασμένο το κλιματιστικό,
Και με λίγο κρύο αέρα. .
Κατευθύνομαι σε εκείνα τα δέντρα,
Βαβατσινους, τους λένε εκεί .
Παραγγειλα κάτι έκτακτο,
για να γεμίσει το στομάχι. .
Και με ποτό, μία ζιβανια
αν και προτιμούσα, να πιω μια μπύρα.
Μόνο που, όταν είσαι κάπου μακρυά,
καλύτερα, να αποφεύγουμε το γεμάτο ποτήρι. .
Μια το μεσημέρι και η θερμοκρασία στα ύψη.
Μα ευτυχώς, υπήρχαν σουβενίρ και φορέματα κρεμασμένα τριγύρω. .
Δεν άντεξα άλλο τη ζέστη.
Μπήκα στο τρίτο μαγαζί,
Και τόνισα πως χειμωνιάτικα, ήρθα στην πόλη και καλοκαιρινά, θα ήθελα να φυγω.
Διάλεξα ένα κοντομάνικο φόρεμα,
το φορεσα επί τόπου
“πολύ ωραίο, σας πάει πολύ το φόρεμα”
Και κατευθύνθηκα, ξανά προς τους βαβατσινους,
με τα κοντομάνικα. .
