
Μετά από τρία σχεδόν χρόνια, πήγαμε επιτέλους, στο ταξίδι μας. Αν και αρχικά, υπήρχε μια ανησυχία, για το χάος που πιθανόν να υπηρχε στα αεροδρομια της Ευρώπης, από τις καθυστερήσεις ή ακόμα και τις ακυρώσεις των πτήσεων, το μειωμένο προσωπικό, λόγω του κορωνοιού και των απεργιών.
Παρόλα αυτά, φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Βιέννης, χωρίς καμία καθυστέρηση και χωρίς το όποιο χάος. Είχαμε μια μικρή αποσκευή μαζί μας. Εξαλου, όταν οι διακοπές, γίνονται Ιούλιο μήνα, τότε, ποιος ο λόγος να κουβαλήσεις τα χειμωνιάτικα ρούχα, σε μια ευρωπαϊκή πόλη, όπου μπορεί να εχει και καύσωνα;
Με τα κοντομάνικα μας, λοιπόν και μόνο με ένα αέρινο πουκάμισο, μπας και κάνει κρύο. .

Φτανωντας εκεί, ένιωσα ένα παγωμένο αεράκι . . Οι υπόλοιποι συνταξιδιωτες, ήταν καλύτερα προετοιμασμενοι σε ότι αφορά το φθινοπωρινό ενδυματολογικο στοιχείο. Και τι ωραία που ήταν η αλλαγή του καιρού, ε; Από τα σαρανταρια της Κύπρου, να βρισκόμαστε ξαφνικά σε ένα ωραίο δροσερό μέρος. Δροσιά!!
Η ξεναγός μας, ήταν μια κυρία, με τσέχικη καταγωγή, η οποία γνώριζε πολύ καλά τα ελληνικά και και τα κυπριακά, μιας και έζησε στην Κύπρο, πριν από τον πόλεμο του 74. Εφυγε λίγα χρόνια, μετά τον πόλεμο, για την χώρα της. Εν πάσει περιπτώσει, μας είπε ότι “ξιππαστηκε” όταν την πήραν τηλέφωνο, άγρια χαράματα, για να την ρωτήσουν που βρίσκεται και γιατί δεν είναι στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, (σύμφωνα με το πρόγραμμα του πρακτορείου) όπου υποτίθεται θα είχε κάποιο υπεύθυνο εκεί πέρα, για να μας κατατοπίσει. .

Η ξενάγηση μας, ξεκίνησε στα θερινά ανάκτορα με τους υπέροχους ατελείωτους κήπους, όπου υπήρχαν αρκετοί δρομείς. Τι υπέροχο πράγμα, να έχει κανείς, τέτοιους όμορφους βασιλικούς κήπους στην πόλη, και να τρέχει γύρω γύρω με την δροσιά; Ιδιαίτερη αίσθηση, μου έκανε, η εικόνα με τους δύο δρομείς, όπου τα χέρια τους ήταν δεμένα. Ο λόγος ήταν, επειδή ο ένας ο δρομέας ήταν τυφλός. Παρολα αυτά, με τη βοήθεια του άλλου δρομέα, το τρέξιμο του, ήταν ασφαλές. Αυτες τις όμορφες εικόνες δεν τις βλέπουμε συνήθως, στην Κύπρο. Θα έπρεπε. .







Φτάσαμε στο ξενοδοχείο, όπου ξεκούραστηκαμε για λίγο. Στη συνέχεια, είδαμε τον εντυπωσιακό καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου πλήθος κόσμου, από όλα τα σημεία της γης, περιδιαβαινε στην περιοχή.

Φάγαμε παραδοσιακά φαγητά σε ένα ωραίο ταβερνάκι κρυμμένο σε ένα σοκάκι εκεί στην πλατεία.




Το επόμενο πρωί, ολοταχώς για τρέξιμο. Τα πεζοδρόμια της Βιέννης, δεν έχουν ούτε ένα ψεγάδι, σε σχέση με τα πεζοδρόμια της Κύπρου, όπου φοβάσαι να τρέξεις μπας και σκονταψεις από τις κακοτεχνίες.



Αφού φάγαμε το πρωινό μας στο ξενοδοχείο, αναχωρησαμε, για την επόμενη ξενάγηση στο Μπελντεβερε.





Άρχισε να βρέχει. Περπατούσαμε βιαστικά, για να μπούμε μέσα στο λεωφορείο! Ομπρέλες, δεν είχαμε. . 🙂
Ο δεύτερος ξεναγός, με την ελληνική καταγωγή, μας ξενάγησε στην παλιά ελληνική συνοικια της Βιέννης και μας ανάφερε ένα σωρό ιστορικά στοιχεία, για τις πλούσιες οικογένειες που ζούσαν εκεί τριγύρω, όπου ασχολούνταν με το εμπόριο των χαλιών και λοιπά. Μπήκαμε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και στην Αγία Τριάδα. Αναψαμε ένα κεράκι. Φάγαμε τα κολλυβα μας και συνεχίσαμε την περιπατητική ξενάγηση.





Για το βράδυ, μας πρότεινε ο ξεναγός να πάμε σε ένα γραφικό χωριό κοντα στο Γκρίντσιχ, με τους υπέροχους αμπελώνες, για να φάμε σε μια ταβερνα με παραδοσιακή μουσική. Όλοι σχεδον, ήμασταν πρόθυμοι, να πάμε. Στις 8:30 η ώρα, θα ήμασταν εκεί σύμφωνα με τον ξεναγό μας. Εν τέλει φτάσαμε εκεί γύρω στις 9:45. .
Δεν είδαμε τους αμπελώνες, μιας και νύχτωσε ήδη, αλλά φάγαμε σνίτσελ, λουκάνικα, από το μπουφέ και ακούσαμε ωραία μουσική από ακκορντεον και βιολί που παίζανε οι μουσικοί με τις παραδοσιακές τους στολές. Ακούσαμε και το τραγούδι “Τα παιδιά του Πειραιά”.



Η τρίτη μέρα, είχε εκδρομή, στο χωριό Μελκ όπου είδαμε το μοναστήρι με τα χίλια και κάτι, παράθυρα. Στη συνέχεια, πήγαμε βόλτα με το ποταμόπλοιο. Άψογη η διαδρομή στον ποταμό του Δούναβη με τα σπιτάκια επάνω στα βουνά, που έμοιαζαν όπως στα παραμύθια.







Μπαίνοντας στο χωριό Κρεμς, δεν προλάβαμε να δούμε, την γραφικότητα της περιοχής, μέσα στην πύλη, λόγω της έλλειψης του χρόνου, από το περπάτημα μας. Είχε ανέβει και η θερμοκρασια και ακολουθούσαμε τον ξεναγό μας, ο οποίος όπου έβρισκε ελληνικό στοιχείο, σταμάταγε επί τόπου, και μας μίλαγε για τις χρονολογιες και την ιστορία του τόπου. Νιώθαμε όπως τους φοιτητές, που μαθαίνουν απο ιστορία. Αφού είδαμε για λίγο την περιοχή, καθησαμε στην καφετέρια και ξεκούραστηκαμε, κάτω από τον ίσκιο των δέντρων. Εντύπωση μας έκανε, το ότι οι σερβιτόροι ήταν τα παιδιά της περιοχής που φόραγαν τις παραδοσιακές στολές τους. Μετά, φύγαμε από τη στάση των λεωφορείων, που υπήρχε εκεί στην πύλη του Κρεμς. Εμπειρίες. . 🙂

Τετάρτη μέρα. Προσωπικά, θεωρώ πως η διαδρομή, μέχρι να φτάσουμε στην Πράγα, με το λεωφορείο ήταν μαγευτική. Παντού, κυριαρχούσε το πράσινο από τα ψηλά δέντρα της Βοημίας, τις απέραντες εκτάσεις των χωραφιών και τα ποταμάκια δεξιά και αριστερά. Λες και σταματάει ο χρόνος μέσα σε όλη αυτή την ομορφιά των τοπίων.
Καθοδον προς την Πράγα, κάναμε σταθμό στο Τσέμσκι Κρούμλοβ. Εντυπωσιακά τα μεσαιωνικά κτίρια. Οι φωτογραφίες μιλούν από μόνες τους. .







Το απόγευμα φτάσαμε στην Πράγα. Χρωματιστά τα κτίρια. Εξίσου εντυπωσιακά όπως και στη Βιέννη. Είδαμε τη γέφυρα του Καρόλου, το αστρονομικό ρολόι, τα τόσα πολλά αξιοθέατα και πήγαμε ξανά βόλτα με το ποταμόπλοιο, στον Μολδαβα.











Ακόμα μια εκδρομή, πήγαμε την επόμενη μέρα, στο Καρλορι Βαρι. Ένα μέρος χτισμένο, σε μια βουνοπλαγιά με αριστοκρατία ξενοδοχεία και πάρκα. Γνωστό μερος για τα ιαματικά λουτρά του. Πολλοί βασιλείς και διανοούμενοι πέρασαν από κει. Για αιώνες βρισκόταν υπο γερμανικό έλεγχο, και μετά ξανακακτηθηκε από τους Τσέχους. Ο Γκαίτε είχε πάει δεκατρείς φορές. Τόσο πολύ τον ξεκουραζε αυτό το ιδιαίτερο μέρος.




Και η τελευταία μας μέρα, καθοδον προς το αεροδρόμιο, όπου σταματήσαμε σε ένα μέρος μιας πόλης, στα σύνορα Αυστρίας – Τσεχίας. Εκεί υπάρχει ένα εκπτωτικο χωριό με εστιατόρια , καταστήματα και παιχνίδια για τα παιδιά.



Αποχαιρετούμε λοιπόν την Αυστρία και την Τσεχία, με ένα τελευταίο εσπρέσο.

Auf wiedersehen !
