Όταν η αξιοπρέπεια ζητά λόγο

Έχει ο άνθρωπος το δικαίωμα να φύγει όταν πια δεν ζει. . ;

Μιλώ για εκείνες τις δύσκολες, βαθιά προσωπικές περιπτώσεις, όπου μια ασθένεια προοδευτική, αργή αλλά αμείλικτη, έρχεται και σβήνει τη ζωή σταδιακά. Πρώτα από το σώμα, μετά από τη μνήμη, από τη γλώσσα, απο το μυαλό κι έπειτα από την ίδια τη συνείδηση. Δεν μένει τίποτα από τον άνθρωπο που κάποτε ήταν. Κι όμως, αναπνέει. Υπάρχει.

Αλλά ζει. . ;

Ευλογα γεννιέται η σκέψη. Αν κάποιος γνωρίζει ή ανακαλύπτει μέσα απο μια διάγνωση, όταν είναι ακόμη ικανός να αποφασίσει, ότι η πορεία του μελλοντικά θα τον φέρει εκεί — σε ένα σώμα που δεν θα τον υπακούει πια και σε μια ψυχή που δεν θα τον αναγνωρίζει — γιατί να μην μπορεί, εκ των προτέρων, να πάρει μια απόφαση με νομική ισχύ; Ένα «όταν φτάσω εκεί, θέλω να φύγω». Όχι με οργή. Όχι με φόβο. Αλλά με αξιοπρέπεια.

Δεν είναι αυτοκτονία λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Δεν είναι παραίτηση. Είναι η αποδοχή του μελλοντικού θανάτου του λόγω της μη αναστρέψιμης κατάστασης της ασθένειας του. Είναι μια ήσυχη παραγγελία, κατατεθειμένη όσο η φωνή ακόμη έχει νόημα και οσο ακόμα το μυαλό έχει λογική. Και είναι κάτι που δεν μπορούμε να το δούμε μόνο νομικά ή πολιτικά. Πώς γίνεται, αλήθεια, να μην συμφωνεί ένα κόμμα ή ένα κράτος, και να υποχρεώνει έτσι, έναν άνθρωπο να ζήσει κάτι που ποτέ δεν θα επέλεγε;

Όταν έχεις μπροστά σου ένα μέλλον ήδη γραμμένο, χωρίς ανατροπή, χωρίς φως στο τούνελ, χωρις την οποια άλλη θεραπεία, όταν ξέρεις πως θα έρθει η στιγμή που θα παραλύσεις, χάσεις τον έλεγχο, τη μνήμη, τη φωνή σου, τον εαυτό σου… τότε; Δεν πρέπει να μπορείς και να εχεις το δίκαιωμα να πεις: «Όταν συμβεί αυτό, τότε — και μόνο τότε — θέλω να φύγω»;

Δεν πιστεύω σε αποφάσεις εν θερμώ. Μα υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν, σε πλήρη συνείδηση, τι τους περιμένει. Δεν ζητούν να φύγουν σήμερα. Ζητούν το δικαίωμα να φύγουν όταν δεν θα είναι πια αυτοί.

Η ζωή είναι ιερή, ναι. Μα ιερή είναι και η αξιοπρέπεια. Και καμιά από τις δύο δεν πρέπει να γίνεται φυλακή.

Εχω δει απο κοντά περιπτώσεις ανθρώπων, που τα μάτια τους μερα με την μερα σβήνουν, μαζι με τις αναμνήσεις τους. Έχω δει χέρια που δεν μπορούν να αγκαλιάζουν πια, φωνές που δεν μπορούν να προφέρουν ούτε μια λέξη. Έχω δει σώματα που είναι παρόντα, αλλά ψυχές που έχουν ήδη αποχωρήσει. Και ξέρω πως, σε μερικές από αυτές τις περιπτώσεις, εκείνοι οι άνθρωποι —αν μπορούσαν να επιλέξουν από πριν— θα το έκαναν.

Η ευθανασία δεν είναι μια εύκολη απόφαση. Δεν είναι λύση γενική. Δεν μπορεί να εφαρμόζεται μαζικά, μηχανικά. Γι’ αυτό και χρειάζεται πλαίσιο, ασφαλιστικές δικλείδες, έλεγχοι, νομική σαφήνεια. Αλλά κυρίως χρειάζεται σεβασμός. Στο δικαίωμα του ανθρώπου να πει: «Όταν πια δεν είμαι εγώ, μη με κρατάτε στη ζωή για να πονώ ερήμην μου.»

Δεν μπορουμε να βάζουμε όλους και όλες τις περιπτώσεις στο ίδιο καζάνι. Η κάθε περίπτωση και η κάθε ασθένεια είναι μοναδική, όπως μοναδικός είναι και ο κάθε άνθρωπος. Όμως η συζήτηση πρέπει να ανοίξει. Όχι με μεσαιωνικές αντιλήψεις. Αλλά με ερωτήματα επιστημονικά και με επιχειρήματα. Με ανθρώπινες ιστορίες. Με αλήθειες που καίνε, αλλά και φωτίζουν.

Γιατί στο τέλος της μέρας, δεν μιλούμε για το πότε πεθαίνει κάποιος.

Μιλούμε για το πώς ζει διχως να είναι αυτός, μέχρι να πεθάνει. .

Leave a comment